- φοιβηλάλος
- φοιβηλάλοςuttering the oracles of Phoebusmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φοιβηλάλος — ον, Α 1. αυτός που εκφράζει, που λέει τους χρησμούς τού Φοίβου 2. (το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Φοιβηλάλος η Πυθία. [ΕΤΥΜΟΛ. < Φοῖβος + λάλος (πρβλ. θρηνο λάλος). Το η τού τ. προς αποφυγήν τών αλλεπάλληλων βραχειών συλλαβών] … Dictionary of Greek
φοιβηλάλον — φοιβηλάλος uttering the oracles of Phoebus masc/fem acc sg φοιβηλάλος uttering the oracles of Phoebus neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοιβηλάλῳ — φοιβηλάλος uttering the oracles of Phoebus masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοιβολάλος — ον, Μ φοιβηλάλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < Φοῖβος + λάλος (πρβλ. θρηνο λάλος)] … Dictionary of Greek